- γνωμικοί
- γνωμικόςnormativemasc nom/voc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Гномические изречения — Для улучшения этой статьи желательно?: Проставить интервики в рамках проекта Интервики. Гномический, назидательный (др. греч … Википедия
γνωμικός — ή, ό (AM γνωμικός, ή, όν) [γνώμη] 1. αυτός που χρησιμοποιεί «γνώμες» ή γνωμικά, αποφθέγματα («γνωμική ποίηση», «γνωμικοί ποιητές» οι διδακτικοί ποιητές) 2. το ουδ. ως ουσ. το γνωμικό (AM γνωμικόν) ηθικό απόφθεγμα με γενική ή ευρύτερη ισχύ, το… … Dictionary of Greek